φυσιολογικός — ή, ό / φυσιολογικός, ή, όν, ΝΑ [φυσιολογία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τής φυσιολογίας 2. μτφ. α) αυτός που υπάρχει, γίνεται ή εξελίσσεται σύμφωνα με τη φύση, κανονικός, ομαλός (α. «φυσιολογικός τοκετός» β. «ύστερα από … Dictionary of Greek
φυσιολογικά — φυσιολογικός of neut nom/voc/acc pl φυσιολογικά̱ , φυσιολογικός of fem nom/voc/acc dual φυσιολογικά̱ , φυσιολογικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογικῶν — φυσιολογικός of fem gen pl φυσιολογικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογικόν — φυσιολογικός of masc acc sg φυσιολογικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογικοί — φυσιολογικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογικοῦ — φυσιολογικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογικῆς — φυσιολογικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογικήν — φυσιολογικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογικῶς — φυσιολογικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογικῷ — φυσιολογικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)